- Ἀττικωνικός
- Ἀττῐκ-ωνικός, ή, όν, comic alteration of Ἀττικός, after the form of Λακωνικός, Ar.Pax215.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αττικωνικός — ἀττικωνικός, ή, όν (Α) αττικός (κωμική έκφραση κατά το λακωνικός) (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αττικός, κατά το λακωνικός πιθανή επίσης η συσχέτιση του τ. με τη λ. νίκη, που έχει όμως το ι μακρό] … Dictionary of Greek
Ἀττικωνικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)